- επίσαλος
- ἐπίσαλος, -ον (AM) [επισαλεύω]1. αυτός που σαλεύει, που κινείται στη θάλασσα2. αβέβαιος, άστατος, ευμετάβολος («ἐπισάλων τῶν... ἐλπίδων γενομένων», Θεοφύλ. Σιμ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίσαλος — tossed on the sea masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίσαλον — ἐπίσαλος tossed on the sea masc/fem acc sg ἐπίσαλος tossed on the sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισάλων — ἐπίσαλος tossed on the sea masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισάλῳ — ἐπίσαλος tossed on the sea masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)